Αρχικά, επιβραδύνεται ο βασικός ρυθμός μεταβολισμού, δημιουργείται δηλαδή μείωση του ρυθμού κατανάλωσης οξυγόνου.
Ευνοείται η αποθήκευση των λιπών.
Μειώνεται η θερμοκρασία του οργανισμού.
Αυξάνεται επικίνδυνα η συγκέντρωση κετονών στο αίμα, ιδιαίτερα αν ακολουθούνται δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες και υψηλές σε πρωτεΐνες.
Αυξάνεται η απώλεια νερού και μειώνεται το pH.
Μειώνεται η ευαισθησία στη γλυκόζη.
Τα πρώτα κιλά που χάνονται είναι κυρίως νερό και ανόργανα στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι χάνονται σημαντικές ποσότητες από χρήσιμα για τον οργανισμό μέταλλα και ηλεκτρολύτες, όπως το κάλιο.
Απώλεια μυϊκού ιστού/πρωτεϊνών. Περισσότερο από το 1/3 της απώλειας κιλών προέρχεται από τον μυϊκό ιστό, ο οποίος είναι χρήσιμος για να διατηρεί τα επίπεδα του μεταβολισμού ψηλά, αλλά και να δημιουργεί προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση του λίπους.
Μετά από τη λήξη μιας τέτοιας δίαιτας, ο οργανισμός αποθηκεύει ευκολότερα το λίπος που χάθηκε, αφήνοντας κάποιον με παραπάνω λίπος και λιγότερο μυϊκό ιστό.
Αυξάνονται τα επίπεδα χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων στο αίμα, γεγονός που καθιστά τέτοιες δίαιτες επικίνδυνες για τους καρδιοπαθείς.
Η χρόνια δίαιτα μπορεί να οδηγήσει και σε παθολογικές καταστάσεις συμπεριφοράς προς το φαγητό, όπως η νευρική ανορεξία, η βουλιμία κ.ά.
Τέλος, μια αφύσική δίαιτα που δεν ανταποκρίνεται στις καθημερινές ενεργειακές, κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες ενός ατόμου δεν έχει πιθανότητες να διατηρηθεί για πολύ.