Οδηγούν στην αποβολή των ιδιαίτερα χρήσιμων για τον οργανισμό υγρών, γι’ αυτό τον λόγο και επιβάλλουν την πρόσληψη τόσο μεγάλης ποσότητας νερού-υγρών, ώστε να αποφεύγεται η επικίνδυνη για τον οργανισμό αφυδάτωση.
Δεν οδηγούν στην αποβολή των περιττών κιλών που να προέρχονται ως επί το πλείστον από το περιττό αποθηκευμένο λίπος, γιατί το λίπος είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθεί από τον οργανισμό σαν καύσιμο υλικό σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και με αυτήν την κατάσταση θρέψης.
Το χάσιμο πόντων που παρατηρούμε σε τέτοιες δίαιτες αποτοξίνωσης προέρχεται από την αφυδάτωση και την αποβολή των κατακρατήσεων των υγρών και όχι από την αποβολή λίπους.
Τα κιλά που χάνονται ακριβώς επειδή δεν αντιστοιχούν σε λίπος, επανέρχονται όταν ο οργανισμός αρχίζει να σιτίζεται κανονικά και όχι στερητικά.
Στερούν από τον οργανισμό σημαντική ποσότητα από τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία) γιατί δεν υπάρχει ισορροπία στην λήψη τροφών ούτε προσεκτική σχεδίαση διαιτολογίου, με τις όποιες συνέπειες για την υγεία. Αυτός είναι ο λόγος που εφαρμόζονται για μικρό χρονικό διάστημα.
Χορηγούν πολύ λίγες θερμίδες την ημέρα, είναι δηλαδή υποθερμιδικές δίαιτες, κάτι που συντελεί στην μείωση του βασικού μεταβολισμού (ο οποίος δεν μπορεί να λειτουργήσει σε υψηλά επίπεδα με τόσο λίγες θερμίδες/ημέρα) και όχι στην αύξηση του που είναι το ζητούμενο στο ουσιαστικό αδυνάτισμα.
Οδηγούν συχνά στην ανάπτυξη ενοχικής σχέσης με το φαγητό, γιατί δημιουργείται η εντύπωση πως οποιαδήποτε λήψη τροφής σε μεγαλύτερη ποσότητα και διαφορετική ποιότητα θα οδηγήσει σε προσθήκη βάρους, κάτι που φυσικά είναι λανθασμένο.
Η υπό-πρόσληψη των πρωτεϊνών στις δίαιτες αυτές, στοχεύει στην αποβολή των υγρών που βρίσκονται δεσμευμένα στον μυϊκό ιστό, με αποτέλεσμα την καταστροφή μέρους των μυϊκών ινών και το αρνητικό ισοζύγιο αζώτου στον οργανισμό. Αυτή η επιπλοκή δεν είναι ορατή με γυμνό μάτι όμως η αδυναμία, η εύκολη κόπωση, οι ζαλάδες και η πείνα είναι ενδείξεις του υποσιτισμού, ιδιαίτερα στην εφηβεία όπου οι ανάγκες πρόσληψης πρωτεΐνης είναι αυξημένες.
Δεν αφήνουν περιθώρια αλλαγών και επιλογών με αποτέλεσμα το άτομο που εφαρμόζει τέτοιες δίαιτες να μην μπορεί να ακολουθήσει κοινωνικές εκδηλώσεις.
Δημιουργούν συχνοουρία λόγω της υπέρ-πρόσληψης υγρών, κάτι που επίσης οδηγεί σε δυσλειτουργική κοινωνικότητα.
Δεν οδηγούν στην αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς του ατόμου το οποίο καταφεύγει σε τέτοιες «λύσεις» κάθε φορά που ξεφεύγει στο βάρος, χωρίς να μαθαίνει να αντιμετωπίζει ουσιαστικά το πρόβλημα των περιττών κιλών, μια και καλή.