Το ιδανικό σώμα, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής και τα κοινωνικο-πολιτισμικά στοιχεία κάθε εποχής, πέρασε από διάφορα πρότυπα ανά τους αιώνες. Η εικόνα σώματος που πλάθει ένα άτομο για τον εαυτό του δεν είναι ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό, αλλά ένα ανοικτό πλέγμα το οποίο αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με τις κοινωνικές επιρροές που δέχεται. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών σήμερα απαντούν, ότι διαμορφώνουν το πρότυπο τους για το ιδανικό σώμα μέσα από τις εικόνες που προβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις προτιμήσεις της οικογένειας και του κοινωνικού τους περίγυρου.
Στους δυτικούς πολιτισμούς η εξωτερική εμφάνιση και το λεπτό σώμα αποτελούσε και αποτελεί κριτήριο για την ευτυχία, την επιτυχία του ατόμου και την κοινωνική αποδοχή. Αυτός ο παράξενος πολιτισμός μάς προστάζει, με άλλα λόγια, να «είμαστε αυτό που φαινόμαστε». Από την άλλη πλευρά ένα υπέρβαρο σώμα είναι συνυφασμένο με την τεμπελιά και την έλλειψη θέλησης.
Τα στερεότυπα αυτά, που συνδέουν την ομορφιά και το αδύνατο με την καλή ζωή, αν και δημιουργήματα της δυτικής κουλτούρας (ΗΠΑ, Δυτική Ευρώπη), με την πάροδο των χρόνων και την εύκολη διάδοση των πληροφοριών στον παγκόσμιο ιστό, έχουν περάσει και σε άλλους -παλιότερα πιο παραδοσιακούς- πολιτισμούς (πχ Νότια Αμερική, Νότια Κορέα, Ιαπωνία). Σ’ αυτούς τους πολιτισμούς, το αδύνατο σώμα συνδεόταν με χαμηλή ποιότητα ζωής, ενώ ένα σώμα όχι τόσο αδύνατο ήταν ένδειξη υγείας και ευημερίας. Οι Kim και Nagami, σε μελέτες που δημοσίευσαν το 2001 και το 1997 αντίστοιχα, αναφέρουν ότι στους πολιτισμούς αυτούς που ανέκαθεν το υπερβολικά αδύνατο σώμα μεταφραζόταν ως αρρώστια και φτώχεια, τώρα πλέον αποτελεί το ιδανικό πρότυπο.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, βλέπουμε ότι το ιδανικό σώμα για τις γυναίκες εξελίσσεται και αλλάζει αρκετά συχνά. Μέχρι και τα μισά του 19ου αιώνα, οι αναφορές που έχουμε από πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά μας παραπέμπουν σε σώματα πιο παχουλά με στρογγυλεμένους γοφούς και μεγάλα στήθη. Σε εποχές που ο πλούτος ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια των λίγων αριστοκρατών, το «γεμάτο» σώμα φανέρωνε συνήθως, ευγενική καταγωγή και οικονομική ευμάρεια.
Κατά το τέλος της βιομηχανικής επανάστασης, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, άρχισε να μεταβάλλεται το πρότυπο του ιδανικού σώματος, επιτάσσοντας μια πιο λεπτή μέση, αλλά διατηρώντας το πλούσιο μπούστο και τους έντονους γοφούς. Ο κορσές χρησίμευσε σα βοήθημα το οποίο έδινε την επιθυμητή καμπύλη σε κάθε σωματότυπο. Η εξέλιξη του κορσέ τις επόμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οδήγησε στη δημιουργία της πιο φιλικής για το γυναικείο σώμα εκδοχής του. Ο κορσές της Βικτωριανής Εποχής αν και λιγότερο οδυνηρός από τους προηγούμενους, δεν παύει να δημιουργεί προβλήματα για τη γυναίκα (δυσκολία στην αναπνοή, ατροφία μυών κορμού, περιορισμός κινητικότητας, παραμόρφωση οργάνων). Ήταν και πάλι φτιαγμένος από σκληρά υλικά (μέταλλο ή κόκκαλο), και δενόταν πολύ σφιχτά, ώστε να σχηματίζει μια παράλογα μικρή μέση όπως πρόσταζε η εποχή.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, έχουμε την εμφάνιση του «αγορίστικου» προτύπου. Μια σειρά κοινωνικών αλλαγών (δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, γυναικεία δικαιώματα κτλ.) δίνουν ώθηση στη γυναίκα για μια πιο χειραφετημένη εμφάνιση. Είναι η πρώτη φορά που οι γυναίκες αποκαλύπτουν τα μπράτσα και τα πόδια τους. Τα ιδανικά σώματα είναι πιο λεπτά, χωρίς καμπύλες και με κοντά μαλλιά. Ο κορσές αντικαθίσταται από τον στηθόδεσμο, ο οποίος όμως, ήταν δεμένος με τέτοιο τρόπο ώστε το στήθος να δείχνει πιο επίπεδο και όχι να αναδεικνύεται.
Το 1920 η New York Academy of Science μελετά το νέο φαινόμενο των διατροφικών διαταραχών. Δεν είναι πια μεμονωμένα περιστατικά, αλλά αποτελεί μια τάση των γυναικών από τα μεσαία και υψηλά ταξικά κοινωνικά στρώματα. Παρατηρήθηκε ότι, για να αποκτήσουν ένα εφηβικό σώμα με μικροσκοπικό στήθος και στενούς γοφούς, κατέφευγαν σε εξαντλητικές δίαιτες και έντονη γυμναστική.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι γυναίκες έπρεπε να δείχνουν δυνατές, για να ανταπεξέλθουν στις αντίξοες συνθήκες. Οι γυναίκες μπήκαν δυναμικά στην αγορά εργασίας και κατέλαβαν τις θέσεις των ανδρών, που βρίσκονταν στα μέτωπα. Έξω από το σπίτι, έπρεπε να διαμορφώσουν μια τέτοια εμφάνιση, ώστε να φαίνονται ίσες με τους άντρες. Έτσι κάνουν την εμφάνισή τους -δειλά-δειλά- τα πρώτα γυναικεία παντελόνια. Ηθοποιοί, όπως η Marlene Dietrich και η Katharine Hepburn, φωτογραφίζονταν συχνά με παντελόνια και βοήθησαν καθοριστικά στη διάδοσή τους.
Με το τέλος του Πολέμου, το γυναικείο πρότυπο άλλαξε καθοριστικά. Οι γυναίκες γύρισαν στα καθήκοντα του σπιτιού και δε χρειαζόταν πια να μοιάζουν με τους άντρες. Έκαναν ξανά την εμφάνισή τους οι πολυπόθητες καμπύλες! Έτσι τη δεκαετία του ΄50 η βιομηχανία του θεάματος και της μόδας προώθησε ιδιαίτερα το πρότυπο Marilyn Monroe. Μεγάλο στήθος, μικροσκοπική μέση και αδύνατα πόδια.
Η τάση για ακόμα πιο αδύνατα πρότυπα έγινε εντονότερη τη δεκαετία του ΄60. Οι μακριές φούστες του ΄50 αντικαταστάθηκαν από κοντές και μικροσκοπικά φορέματα (μίνι). Το μοντέλο Twiggy (με Δείκτη Μάζας Σώματος 15) έγινε πρότυπο σώματος για νεότερες και μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Αν αναλογιστούμε ότι ήταν γύρω στα 43 κιλά, με επίπεδο στήθος, χωρίς καμπύλες και αγορίστικο σωματότυπο, αντιλαμβανόμαστε ότι η απόκτηση ενός τέτοιου σώματος ήταν ανέφικτη από την πλειοψηφία των γυναικών. Αυτή η τάση διατηρήθηκε, λίγο-πολύ, και τις επόμενες δεκαετίες με μικρές διαφορές στις ιδανικές αναλογίες του γυναικείου σώματος.
Στη δεκαετία του ΄80 δίνεται επιπλέον έμφαση στο γυμνασμένο σώμα με μεγάλο στήθος, το οποίο διατηρούσε όπως και τα προηγούμενα χρόνια τη λεπτότητά του. Πρότυπα στο τέλος αυτής της δεκαετίας, αλλά και στις αρχές του '90 θεωρούνται η Madonna, αλλά και η Naomi Cambell, η Cindy Crawford και η Claudia Schiffer (που είχαν ΔΜΣ κοντά στο 19).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, αντίθετα με τα supermodels που αναφέραμε, η πλειοψηφία των μοντέλων που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές υψηλής ραπτικής είναι εξαιρετικά πιο αδύνατες. Η Kate Moss (ΔΜΣ 16), το μικροσκοπικό αυτό μοντέλο από τη Μ. Βρετανία, που αναδύθηκε στο χώρο της μόδας το ‘90, επανέφερε στο προσκήνιο ένα σωματότυπο παρόμοιο με αυτόν της Twiggy. Μέχρι το τέλος του '90 η βιομηχανία της μόδας χρησιμοποιούσε ως ιδανικό, το ισχνό, σχεδόν καχεκτικό σώμα, που προσομοίαζε στο άρρωστο σώμα των χρηστών ηρωίνης (εξού και το στυλ «heroin chic»).
Τη δεκαετία που μας πέρασε, έγινε μια προσπάθεια εξυγίανσης αυτού του φαινομένου, το οποίο συνεχίστηκε ακόμα και στις αρχές του 2000. Η αποκάλυψη ανορεξικών φωτογραφιών από διάσημα μοντέλα (Kate Moss, Eva Herzigova) συγκλόνισε τον κόσμο της μόδας που ως τότε το είχε κοινό μυστικό. Τέτοια περιστατικά οδήγησαν στην αμφισβήτηση των προτύπων που προβάλλονται. Σε αυτή την προσπάθεια έγιναν σημαντικά βήματα: