Η β-σιτοστερόλη (Beta-Sitosterol) είναι μια φυτική στερόλη (φυτοστερόλη), ουσία που βρίσκεται σε όλα σχεδόν τα φυτικά τρόφιμα, όπως φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς και σπόρους δημητριακών.
Η β-σιτοστερόλη χρησιμοποιείται κυρίως για τη μείωση της χοληστερίνης, της τριχόπτωσης και τη βελτίωση των συμπτωμάτων της ήπιας έως μέτριας καλοήθη υπερτροφία του προστάτη. Χρησιμοποιείται επίσης για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου, σε περιπτώσεις χολόλιθων, κοινό κρυολόγημα και γρίπη, HIV/AIDS, ρευματοειδή αρθρίτιδα, φυματίωση, ψωρίαση, αλλεργίες, καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ινομυαλγία, συστημικό ερυθηματώδη λύκο (SLE), άσθμα, βρογχίτιδα, ημικρανία, πονοκέφαλο και στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Πιθανολογείται επίσης ο ρόλος της στον έλεγχο των χρόνιων φλεγμονωδών καταστάσεων.
Χρησιμοποιείται επιπλέον για την ενίσχυση της σεξουαλικής δραστηριότητας, την μείωση του πόνου και του πρηξίματος μετά από τρέξιμο σε περιπτώσεις μαραθωνοδρόμων και για τη θεραπεία πληγών και εγκαυμάτων.
Β-σιτοστερόλη και τριχόπτωση
Όσον αφορά την πρόληψη της τριχόπτωσης, η κύρια δράση της β-σιτοστερόλης είναι να αναστέλλει την δράση του ενζύμου 5α-ρεδουκτάση (αναγωγάση) τύπου II, ένζυμο υπεύθυνο κυρίως για τη μετατροπή της τεστοστερόνης στο ισχυρότερο ανδρογόνο την διϋδροτεστοστερόνη ή DHT. Στις νεανικές ηλικίες, η διϋδροτεστοστερόνη συμβάλει στην ανάπτυξη της τριχοφυΐας στο πρόσωπο και στην εμβάθυνση της φωνής. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, οι θέσεις υποδοχής για αυτήν την ορμόνη αρχίζουν να αντιδρούν διαφορετικά. Κατά ειρωνικό τρόπο, τα θυλάκια από όπου βγαίνουν οι τρίχες στο στήθος και στο πρόσωπο αναπτύσσονται περισσότερο, αλλά οι υποδοχείς των θυλάκων των τριχών στο κρανίο αρχίζουν να αδρανοποιούνται, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανάπτυξη τρίχων στο κεφάλι. Η μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης επηρεάζει επίσης την ανάπτυξη των μαλλιών στις γυναίκες με τη πάροδο του χρόνου, αν και τα οιστρογόνα παρέχουν κάποια προστασία. Μετά την εμμηνόπαυση, ωστόσο, οι γυναίκες είναι και αυτές ευάλωτες στην απώλεια μαλλιών.
Ιστορία: Οι στερόλες είναι απαραίτητα συστατικά των κυτταρικών μεμβρανών, και παράγονται τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα. Οι φυτικές στερόλες περιεγραφήκαν για πρώτη φορά, χημικά, το 1922. Αργότερα τη δεκαετία του 1950, αναφέρθηκε ότι αυτές οι στερόλες έχουν την ιδιότητα να μειώνουν τις συγκεντρώσεις χοληστερόλης στον ορό με τη μείωση της απορρόφησης της χοληστερόλης από το έντερο. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980, όταν οι στατίνες εισήχθησαν στην αγορά, μειώθηκε η χρήση των φυτικών στερολών. Στη συνέχεια, όταν οι φυτικές στερόλες αναγνωρίστηκαν ως φυσικές ουσίες, άρχισαν να προστίθενται σε τρόφιμα, όπως η μαργαρίνη. Τα τελευταία 15 χρόνια, υπάρχουν αρκετές αναφορές στη βιβλιογραφία που δείχνουν ότι οι φυτοστερόλες έχουν κάποια ανοσολογική δραστηριότητα.
Β-σιτοστερόλη και τροφές
Η β-σιτοστερόλη προστίθεται κυρίως σε ορισμένες μαργαρίνες ή γιαούρτια, που παρέχουν μια ημερήσια πρόσληψη 1,5 έως 3 γρ. β-σιτοστερόλη, που έχουν σχεδιαστεί για μείωση της χοληστερίνης και για την πρόληψη των καρδιακών παθήσεων.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) επιτρέπει στις εταιρίες προϊόντων να ισχυρίζονται ότι τα τρόφιμα που περιέχουν εστέρες φυτικών στερολών, όπως η β-σιτοστερόλη, είναι κατάλληλα για τη μείωση του κινδύνου της στεφανιαίας καρδιακής νόσου (CHD).
Ο κανόνας αυτός βασίζεται στο συμπέρασμα του FDA ότι οι εστέρες φυτικών στερολών μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, με τη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές μελέτες που αποδεικνύουν ότι η β-σιτοστερόλη μειώνει τα επίπεδα χοληστερίνης, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η μακροχρόνια χρήση της μειώνει ουσιαστικά τον κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου.
Μην συγχέετε β-σιτοστερόλη με τη σιτοστανόλη, μια ουσία παρόμοια που περιέχεται στο προϊόν που ονομάζεται Benecol. Τόσο η σιτοστανόλη όσο και η β-σιτοστερόλη χρησιμοποιούνται για μείωση των επιπέδων χοληστερόλης σε άτομα με υψηλή χοληστερόλη και φαίνεται να είναι εξίσου αποτελεσματικές.
Τροφές πλούσιες σε β-σιτοστερόλη είναι το αβοκάντο, τα φιστίκια, τα αμύγδαλα, τα φυτικά έλαια, το σουσάμι, η μαύρη σοκολάτα, τα αμπελόφυλλα, η φάβα, τα φουντούκια, τα καρύδια, τα πεκάν, τα κάσιους, ο φρέσκος κόλιανδρος, το ρόδι, τα λαχανάκια Βρυξελλών, τα καρότα, το κουνουπίδι, τα ροδάκινα, τα αχλάδια και τα αυγά.
Β-σιτοστερόλη δοσολογία
Οι ακόλουθες δόσεις β-σιτοστερόλης έχουν μελετηθεί σε επιστημονικές έρευνες:
Από το στόμα
Για καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη (ΒΡΗ): 60 έως 130 mg β-σιτοστερόλη διαιρούμενη σε 2-3 δόσεις ημερησίως.
Για υψηλή χοληστερίνη: 800 mg έως 6 γρ. β-σιτοστερόλη ημερησίως διαιρούμενη σε δόσεις πριν από τα γεύματα.
Η β-σιτοστερόλη λαμβάνεται συνήθως σε συνδυασμό με μια διατροφή χαμηλή σε λιπαρά.
Β-σιτοστερόλη παρενέργειες
Η β-σιτοστερόλη είναι σχετικά ασφαλής για τους περισσότερους ανθρώπους, όταν λαμβάνεται από το στόμα ή στο εφαρμόζεται στο δέρμα. Μπορεί να προκαλέσει κάποιες παρενέργειες, όπως ναυτία, δυσπεψία, αέρια, διάρροια ή δυσκοιλιότητα. Η β-σιτοστερόλη έχει επίσης συνδεθεί με στυτική δυσλειτουργία και απώλεια ενδιαφέροντος για σεξ.
Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Εγκυμοσύνη και θηλασμός: Δεν υπάρχουν μελέτες για τη χρήση της β-σιτοστερόλης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Για ασφάλεια σε αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση.
Επίσης οι ασθενείς που πάσχουν από σιτοστερολαιμία, μια σπάνια κληρονομική νόσο αποθήκευσης του λίπους, δεν πρέπει να καταναλώνουν τα εμπλουτισμένα προϊόντα με β-σιτοστερόλη.
Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα
Η εζετιμίμπη (ezetimibe) και η πραβαστατίνη (pravastatin) αλληλεπιδρούν με τη β-σιτοστερόλη και μειώνουν την απορρόφηση της β-σιτοστερόλης στο σώμα.
*της Αθανασίας Παπαλάμπρου, Διαιτολόγος-Διατροφολόγος